- ἐπηβολία
- ἐπηβολ-ία, ἡ,A = συνηβολία, EM357.29.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπηβολία — ἐπηβολίᾱ , ἐπηβολία fem nom/voc/acc dual ἐπηβολίᾱ , ἐπηβολία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)